- γρίβος
- α, ο 1. серый;2. (ο ) «серый» (кличка лошади)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρίβος — α, ο γκρίζος, ψαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρίβας] … Dictionary of Greek
γρίβος — α, ο ο γκρίζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… … Dictionary of Greek
griv — GRIV, Ă, grivi, e, adj. (pop.; despre câini, păsări etc.) Pătat cu alb şi negru; pestriţ, grivei. ♦ (Substantivat) Câine sau căţea cu blana de culoare pestriţă. ♢ expr. (E) departe griva de iepure, se spune cuiva care se află departe de adevăr. – … Dicționar Român